αποθετος

αποθετος
    ἀπόθετος
    ἀπό-θετος
    2
    1) отложенный в сторону, накопленный
    

(χρήματα Plut.)

    2) особо хранимый, драгоценный
    

(δωρεά Dem.)

    3) сокровенный, тайный
    

(ἔπη Plat.)

    4) заброшенный, забытый
    

(ἀκλεές καὴ ἀ. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποθετος" в других словарях:

  • απόθετος — ἀπόθετος, ον (AM) [αποτίθημι] αρχ. 1. αυτός που έχει ριχτεί κάτω, που κείται κάτω 2. αποθηκευμένος, φυλαγμένος 3. κρυμμένος, μυστικός 4. αυτός που έχει διαφυλαχθεί για εξαιρετικές περιστάσεις μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. τὸ ἀπόθετον η αποθήκη 2. τὰ… …   Dictionary of Greek

  • ἀπόθετος — laid by masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόθετον — ἀπόθετος laid by masc/fem acc sg ἀπόθετος laid by neut nom/voc/acc sg ἀποτίθημι put away aor imperat act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτοις — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτου — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτους — ἀπόθετος laid by masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτων — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut gen pl ἀποτίθημι put away aor imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθέτῳ — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόθετα — ἀπόθετος laid by neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόθετοι — ἀπόθετος laid by masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»