απόθετος — ἀπόθετος, ον (AM) [αποτίθημι] αρχ. 1. αυτός που έχει ριχτεί κάτω, που κείται κάτω 2. αποθηκευμένος, φυλαγμένος 3. κρυμμένος, μυστικός 4. αυτός που έχει διαφυλαχθεί για εξαιρετικές περιστάσεις μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. τὸ ἀπόθετον η αποθήκη 2. τὰ… … Dictionary of Greek
ἀπόθετος — laid by masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόθετον — ἀπόθετος laid by masc/fem acc sg ἀπόθετος laid by neut nom/voc/acc sg ἀποτίθημι put away aor imperat act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθέτοις — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθέτου — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθέτους — ἀπόθετος laid by masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθέτων — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut gen pl ἀποτίθημι put away aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθέτῳ — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόθετα — ἀπόθετος laid by neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόθετοι — ἀπόθετος laid by masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)